αλατοπίπερο

αλατοπίπερο
το
1. μίγμα από αλάτι και πιπέρι
2. διήγηση εμπλουτισμένη με εντυπωσιακά, ωστόσο ψεύτικα και φανταστικά, περιστατικά («βάζει μπόλικο αλατοπίπερο στην κουβέντα του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + πιπέρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλατοπίπερο — το αλάτι και πιπέρι σε μείγμα είτε χωριστά· μτφ., εμπλουτισμός μιας διήγησης με φανταστικά γεγονότα: Στις διηγήσεις του έβαζε και αλατοπίπερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”